-
1 приводной
приводнойприл тех. κινητήριος:\приводной ремень ὁ κινητήριος ἰμάς, ὁ ἰμάντας τής μηχανής. -
2 приводной
επ.κινητήριος, που βάζει σε κίνηση. || με μηχανισμό εκκίνησης. -
3 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
4 вал
вал 1-а, προθτ. о вале, на валу, πλθ. -валы α.1. χωματοσωρός•крепостной вал οχυρωματικός χωματοσωρός.
2. ψηλό κύμα.εκφρ.огневой вал – κινητός φραγμός πυροβολικού.вал 2-а, προθτ. о вале, на валу, πλθ. -валы α.(τεχ.) άξονας•коленчатый вал αγκωνοειδής ή στροφαλοφόρος άξονας•
приводной κινητήριος άξονας.
-
5 вал
вал Iм1. (земляная насыпь) τό ἀνάχωμα, τό ϋψωμα:крепостной \вал τό τειχόκαστρο, ὁ τοίχος του κάστρου;2. (волна) τό κῦμα (θάλασσας); ◊ девятый \вал τό ἔννατο κῦμα, τό μεγάλο κϋμα; огневой \вал воен. ὁ φραγμός πυρός.вал IIм тех. ὁ ἀξονας:приводной \вал ὁ κινητήριος ἄξονας; коленчатый \вал ὁ στροφαλοφόρος ἄξονας.